- βερμπαλισμός
- ο1. η χρησιμοποίηση λέξεων και φράσεων που δεν ανταποκρίνονται σε αντίστοιχες έννοιες2. η ασάφεια των εννοιών μέσα στη ροή ηχηρών λέξεων και εντυπωσιακών ρητορικών σχημάτων3. η άσκοπη φλυαρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. verbalisme < verbal «λεκτικός, ρηματικός, προφορικός» (λ. που ανάγεται στο λατ. verbum (-i) «λέξη, λόγος, ρήμα») + (κατάλ.) -isme (πρβλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.